- παναγιώτατος
- πανάγιοςall-holymasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παναγιώτατος — Τίτλος του Οικουμενικού πατριάρχη. Επικράτησε μετά τον 9o αι. και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Στους βυζαντινούς χρόνους τον τίτλο έφερε και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. * * * ο (Μ Παναγιώτατος) βλ. πανάγιος … Dictionary of Greek
μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… … Dictionary of Greek
πανάγιος — α, ο (ΑΜ πανάγιος, ία, ον) 1. αγιότατος, ιερότατος 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) βλ. Παναγία νεοελλ. 1. φρ. «Πανάγιος Τάφος» ο τάφος τού Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα, καθώς και ο τόπος ή ο ναός όπου βρίσκεται ο τάφος 2. ζωολ. γένος κολεοπτέρων… … Dictionary of Greek
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱՍՈՒՐԲ — (սրբոյ.) NBH 1 0066 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ա. Ամենեւին սուրբ. որպէս աղբիւր ամենայն սրբութեան, սուրբն սրբոց. (Աստուծոյ եւ աստուածայնոց սեպհական.) πανάγιος, παναγιώτατος, παναγέστατος sanctissimus,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)